Συμβουλευτική Γονέων

Φροντίζοντας τους γονείς, φροντίζουμε το παιδί

« Ένα μωρό δεν υπάρχει μόνο του. » Winnicott (1969 )1

« και μια μητέρα δεν υπάρχει μόνη της. » Soule & Π. Sakellaropoulos (1959)2

Τι είναι η συμβουλευτική γονέων;

Η συμβουλευτική γονέων έχει σαν στόχο να υποστηρίξει τους γονείς στον γονεϊκό τους ρόλο, να φωτίσει τις αιτίες που μπορεί να κάνουν τις σχέσεις γονιού – παιδιού δυσλειτουργικές και να προσφέρει υποστήριξη ή και συμβουλές σε περίπτωση που ένα παιδί παρουσιάζει μια παθολογία.

Η συμβουλευτική γονέων είναι πιο αποτελεσματική όταν συμμετέχουν ενεργά και οι δύο γονείς. Αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα το πώς λειτουργεί η οικογένεια ως σύστημα και να δουλέψουμε ενδεχόμενες δυσλειτουργίες του ζεύγους ή αντικρουόμενες στρατηγικές διαπαιδαγώγησης που υιοθετούν οι δύο γονείς και οι οποίες μπερδεύουν τα παιδιά.

Στη συμβουλευτική γονέων, όπως και στη ψυχοθεραπεία, το πρώτο  βήμα είναι να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη των γονιών. Πολλές φορές όταν οι γονείς έρχονται για συμβουλευτική, αισθάνονται ενοχικά, γιατί αισθάνονται ότι έχουν αποτύχει στο γονεϊκό τους ρόλο και μπορεί ασυνείδητα να βλέπουν το θεραπευτή ανταγωνιστικά. Ανακουφίζονται και απενοχοποιούνται, όταν ακούνε όχι μόνο ότι δεν είναι δυνατό να μην κάνουν λάθη, αλλά και ότι κανείς δε περιμένει από αυτούς να είναι τέλειοι. Καλός γονιός είναι αυτός που εισάγει την ματαίωση, που μαθαίνει στο παιδί του δηλαδή ότι δε μπορεί να έχει ο,τι θέλει όποτε το θέλει. Φαντάζεστε τι θα πάθει ένα παιδί του οποίου οι γονείς φροντίζουν με μαγικό τρόπο να του ικανοποιούν όλες τις επιθυμίες του, όταν βγει εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος; Θα καταρρεύσει..

Πώς η συμβουλευτική γονέων μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά;

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι τα θεραπευτικά οφέλη από τη θεραπευτική εργασία με παιδιά, μεγιστοποιούνται όταν στον θεραπευτικό σχεδιασμό εμπλέκονται και οι γονείς.Επιπλέον, μπορεί οι δυσκολίες του παιδιού να σχετίζονται άμεσα με δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις. Με άλλα λόγια, η παθολογία του παιδιού μπορεί να είναι μια φυσιολογική αντίδραση μέσα στο περιβάλλον που ζει. Γι αυτό δεν προσπαθούμε να αλλάξουμε την « προβληματική » συμπεριφορά, να απαλείψουμε το σύμπτωμα, αλλά να καταλάβουμε τη σημασία του σε ενδοατομικό επίπεδο αλλά και μέσα στην οικογένεια. Κάποιες φορές το να υπάρχει ένα άρρωστο παιδί στην οικογένεια μπορεί να στηρίζει ένα παθολογικό οικογενειακό σύστημα, με αποτέλεσμα η οικογένεια  να μην επιθυμεί πραγματικά την ευημερία του παιδιού. Ένα ακραίο παράδειγμα είναι το σύνδρομο Münchausen. Πρόκειται για μια μορφή κακοποίησης, όπου ένας γονέας- στην μεγαλύτερη πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για τη μητέρα- προσπαθεί να πείσει το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό ότι το παιδί του πάσχει από σωματικά συμπτώματα, χωρίς να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μπορεί μάλιστα να φτάσει στο σημείο να προκαλεί ο ίδιος τα συμπτώματα αυτά στο παιδί του.

Άλλες φορές ένας γονέας μπορεί να έρθει να ζητήσει βοήθεια γιατί έχει συμπεριφορές κακοποιητικές προς το παιδί. Μπορεί για παράδειγμα να το χτυπάει ή να του ασκεί λεκτική βία. Υπάρχει ένας υγιές κομμάτι στο γονέα αυτό,που επιθυμεί να σταματήσει να το κάνει. Μπορούμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις να αποτρέψουμε την κακοποίηση του παιδιού.

Από πού μπορεί να πηγάζουν οι βασικές δυσκολίες που συναντούν οι γονείς στο γονεϊκό τους ρόλο;

Όταν κάποιος γίνεται γονιός, καλείται να διαπραγματευτεί ξανά τις σχέσεις με τους δικούς του γονείς. Αυτό πρέπει να το κάνει πριν γίνει ο ίδιος γονιός, αλλά αν δεν το έχει κάνει, τότε τα πράγματα περιπλέκονται. Πώς να βιώσει κάποιος το γονεϊκό του ρόλο αν έχει μίσος και θυμό προς το δικό εσωτευρικευμένο πατέρα ή μητέρα; Δε μιλάμε για το πατέρα ή τη μητέρα ως φυσικό πρόσωπο, αλλά γι αυτό που έχουμε εσωτερικεύσει, για το πώς έχουμε βιώσει δηλαδή το πατέρα ή τη μητέρα μας μέσα από τη σχέση μας μαζί του/της. Για να μπορέσουμε να δομηθούμε ψυχικά όλοι μας χρησιμοποιούμε τις ταυτίσεις, υιοθετούμε πράγματα δηλαδή από τους γονείς μας. Το θέμα είναι τι κάνουμε μ’ αυτά.

Είναι δύσκολο να αποδεχτούμε το θυμό ή και το μίσος που μπορεί να κρύβουμε μέσα μας για τους γονείς μας και γι αυτό το απωθούμε. « Τίμα το πατέρα σου και τη μητέρα σου» μας μαθαίνουν. Ναι, αλλά το μίσος και ο θυμός υπάρχουν μέσα μας και πρέπει να αποδεχθούμε αυτά τα συναισθήματα και να προσπαθήσουμε να τα μετουσιώσουμε για να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από αυτά.

Ο Φρόιντ είχε μιλήσει για το καταναγκασμό της επανάληψης. Επαληθεύεται εμπειρικά πώς είναι πιο εύκολο να επαναλάβουμε καταστάσεις που μπορεί να μας έχουν τραυματίσει ψυχικά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ελέγξουμε το τραύμα μας. Αντίθετα, χρειάζεται πολύς κόπος για να αντισταθούμε στην επανάληψη και να αλλάξουμε. Επανάληψη δε σημαίνει πως θα κάνουμε τα ίδια που έκαναν οι γονείς μας. Μπορεί να πάμε και στο άλλο άκρο. Οι ακραίες συμπεριφορές και προς τις δυο κατευθύνσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σημαίνει ότι ετεροκαθοριζόμαστε από τα βιώματά μας και ότι αυτά συνεχίζουν να έχουν μια νοσηρή επίδραση  πάνω μας, ενώ το ζητούμενο είναι να κάνουμε τις επιλογές μας ελεύθεροι.

Τέλος, άλλοι γονείς χρειάζεται να απελευθερωθούν από δικές τους ανεκπλήρωτες επιθυμίες που προσπαθούν να ικανοποιήσουν μέσα από τα παιδιά τους και να τα αποδεχθούν όπως είναι, να τα αγαπήσουν γι’ αυτό που είναι.

Ποια είναι τα κύρια ζητήματα που κάνουν τους γονείς να έρθουν για συμβουλευτική, τα ζητήματα που τους δυσκολεύουν;

Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στα παιδιά τους. Η ύπαρξη ορίων είναι πολύ σημαντική στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Τα όρια πρέπει να είναι ξεκάθαρα και οι γονείς θα πρέπει να εξηγούν τη χρησιμότητά τους. Αντίστοιχα, η τιμωρία πρέπει να χρησιμοποιείται για να συσχετίσει το παιδί μια πράξη με τις συνέπειες της πράξης αυτής. Όταν λέμε τιμωρία δεν εννοούμε σωματική τιμωρία, αλλά για παράδειγμα να στερήσουμε από το παιδί κάτι που του αρέσει. Ακόμα πιο εποικοδομητικό είναι να χρησιμοποιήσουμε την επιβράβευση για να πετύχουμε την επανάληψη μιας επιθυμητής συμπεριφοράς. Το παιδί όσο μεγαλώνει και αν όλα εξελιχθούν ομαλά στην ανάπτυξή του, εσωτερικεύει τους κανόνες και αυτό είναι το επιθυμητό. Για να συμβεί αυτό οι ενήλικες που το φροντίζουν πρέπει να τηρούν οι ίδιοι τους κανόνες και να είναι σωστά πρότυπα, γιατί τα πρώτα χρόνια της ζωής του το παιδί μιμείται, έπειτα ταυτίζεται.

Έπειτα, μπορεί να υπάρχουν προβλήματα στο ζευγάρι, που είναι δύσκολο να μην επηρεάσουν το γονεϊκό ρόλο. Τότε συχνά ο γονιός μπορεί να βάλει το παιδί συμβολικά στη θέση του γονιού που απουσιάζει ψυχικά, δηλαδή να ζητήσει από το παιδί να του δώσει την αγάπη και τη τρυφερότητα που δεν παίρνει από το ή τη σύζυγο. Δεν είναι αυτός όμως ο ρόλος του παιδιού.

Κάποιοι γονείς έρχονται για να ζητήσουν συμβουλές ως προς τη διαχείριση ενός διαζυγίου, ιδίως όταν υπάρχουν παιδιά. Ένα διαζύγιο δεν είναι από μόνο του τραυματικό για ένα παιδί. Μπορεί να γίνει όμως τραυματικό αν το διαζύγιο είναι πολεμικό και δυστυχώς αυτό το βλέπουμε πολύ συχνά. Αυτό που είναι σημαντικό σε κάθε περίπτωση είναι οι δυο πρώην σύζυγοι να μην είναι απόλυτοι, να μπορούν δηλαδή να αναγνωρίσουν ο καθένας τα λάθη του, να μην χρησιμοποιούν το παιδί για να εκδικηθούν ο ένας τον άλλο. Πάντα είναι εύκολη λύση να δείξουμε τον άλλο,  γιατί το να αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη απαιτεί ένα βαθμό συνειδητότητας και ωριμότητας, που μπορεί να μην έχει ακόμα κατακτηθεί.

Άλλοι πάλι γονείς ζητούν  βοήθεια για να διαχειριστούν προβλήματα με τους έφηβους γιούς τους ή τις έφηβες κόρες τους. Η εφηβεία είναι από μόνη της μια δύσκολη περίοδος τόσο για τον έφηβο όσο και για τους γονείς του, δύσκολη ως προς τις ψυχικές αλλαγές που ο έφηβος καλείται να πετύχει. Και για να μπορέσει να τις πετύχει, θα πρέπει να βρίσκεται σ’ ένα περιβάλλον που θα του το επιτρέπει. Ο έφηβος αρχίζει να αμφισβητεί τους γονείς του, τους οποίους είχε ως πρότυπο στη διάρκεια της παιδικής του ηλικία. Αρχίζει να διεκδικεί περισσότερη αυτονομία. Θέλει να βγαίνει έξω με τους φίλους του, να έχει χαρτζιλίκι κλ. Ο έφηβος κυρίως βλέπει το σώμα του να αλλάζει, βιώνει ορμονικές αλλαγές και ανακαλύπτει την ενήλικη, τη γενετήσια δηλαδή σεξουαλικότητα. Ο Φράντς Κάφκα περιγράφει  με το γλαφυρότερο τρόπο στο βιβλίο του « Η μεταμόρφωση » (1915) το άγχος και την ενοχή που συνοδεύουν  τις σωματικές αλλαγές του εφήβου. Όλα αυτά τα ζητήματα μπορούν να γίνουν η αφορμή διαπραγματεύσεων ή και καυγάδων ανάμεσα στον έφηβο και τους γονείς του. Αν ο έφηβος δεν έχει γερά θεμέλια από τη βρεφική και παιδική του ηλικία, αν δεν έχει επιτύχει τα πρότερα ορόσημα της ψυχοσεξουαλικής του ανάπτυξης, οι αλλαγές που καλείται να κάνει ίσως δε γίνουν ομαλά. Και το μεγαλύτερο λάθος των γονιών είναι να απαντήσουν με βία σ΄ αυτή την εφηβική κρίση. Γιατί ο έφηβος ψάχνει κατά πόσο οι γονείς του μπορούν να αντέξουν την αμφισβήτησή του, κατά πόσο μπορούν να μείνουν σταθεροί ψυχικά. Η ανάγκη του έφηβου να αποχωριστεί τους γονείς του είναι επιτακτική. Αν οι γονείς αντισταθούν σ’ αυτό, γιατί οι ίδιοι δε μπορούν να κάνουν τον αποχωρισμό, δημιουργούν στον έφηβο επιπρόσθετες δυσκολίες. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως καλός γονέας είναι αυτός που αφήνει το παιδί του να κάνει τον αποχωρισμό, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.

Σε πολλές περιπτώσεις έφηβοι που έχουν επιθετική συμπεριφορά απέναντι στους γονείς τους είναι επειδή οι γονείς τους αντιστέκονται στον αποχωρισμό και έτσι οι έφηβοι γίνονται βίαιοι για να τον πετύχουν χωρίς να γνωρίζουν συνειδητά το λόγο.  Υπάρχουν γονείς που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι με τα έφηβα παιδιά τους. Γνωρίζουν φυσικά ότι είναι κάτι που δε θα έπρεπε να συμβαίνει. Αλλά όταν το « φέρνουν » στη συμβουλευτική σημαίνει πως ζητούν βοήθεια για να σταματήσουν να το κάνουν και τότε ξεκινάει η πραγματική δουλειά..

Οι γονείς που δυσκολεύονται να κάνουν τον αποχωρισμό με τα παιδιά τους συνήθως δεν έχουν ενηλικιωθεί οι ίδιοι και έτσι μπορεί να συναντάμε οικογένειες, όπου οι παππούδες παίρνουν τις αποφάσεις, φροντίζουν για τα ζητήματα της καθημερινότητας όπως τα ψώνια, την πληρωμή των λογαριασμών, το μαγείρεμα. Είναι οι παππούδες που μεγαλώνουν ουσιαστικά τα παιδιά.

Τέλος, η οικονομική κρίση έχει προσθέσει νέες δυσκολίες στις ήδη υπάρχουσες. Πολλοί γονείς ζουν σε διαφορετικές πόλεις, γιατί οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις το απαιτούν, άλλοι δουλεύουν πολλές ώρες και τα παιδιά βρίσκονται στο σπίτι μόνα τους. Και έτσι βλέπουμε παιδιά που καταλήγουν να παίζουν με τις ώρες βιντεοπαιχνίδια, εφόσον δεν υπάρχει γονεϊκός έλεγχος αλλά και γονεϊκή παρουσία.

Συμπερασματικά, μέσα από τη συμβουλευτική γονέων, φροντίζουμε τους γονείς και έτσι φροντίζουμε και το παιδί.

 

1Winnicott, D. W. (1969 ). La tendance antisociale in de la pédiatrie à la psychanalyse. Paris, Payot.

2Soule, M., &Sakellaropoulos, P. (1959). Etude statistique simple des relations affectives de la mère et son enfant asthmatique. Le rôle particulier de la grossesse. Revue Franc. De Psychanal. XXIII, No 6.